εὐμάλακτος

εὐμάλακτος
εὐμάλακτος
easily moulded
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευμάλακτος — η, ο (ΑΜ εὐμάλακτος, ον) αυτός που μαλάσσεται, που ζυμώνεται εύκολα, εύπλαστος, ευκολοζύμωτος, μαλακός, απαλός («τὰ εὐμάλακτα σχοινία», Λυκόφρ.) (κατά το ΕΜ) (για τα σύμφωνα) υγρός. επίρρ... ευμαλάκτως (ΑΜ εὐμαλάκτως) εύπλαστα, απαλά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εὐμάλακτον — εὐμάλακτος easily moulded masc/fem acc sg εὐμάλακτος easily moulded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμαλάκτοις — εὐμάλακτος easily moulded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμάλακτα — εὐμάλακτος easily moulded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”